σπιγγέλειος

σπιγγέλειος
-α, -ο, Ν
ανατ.
1. (για ανατομικά στοιχεία) αυτός που περιγράφηκε από τον φλαμανδό ανατόμο Αντριάαν βαν ντεν Σπίγγελ
2. φρ. α) «σπιγγέλειος λοβός τού ήπατος» — μικρός ηπατικός λοβός πίσω από τις πύλες τού ήπατος, αλλ. κερκοφόρος λοβός
β) «σπιγγέλεια γραμμή» — καμπύλη γραμμή σχηματιζόμενη από την απονεύρωση τού εγκάρσιου κοιλιακού μυός με το κυρτό της προς το σύστοιχο πλάγιο τής κοιλιάς, στο επίπεδο τής οποίας σχηματίζονται οι ομώνυμες κήλες τού κοιλιακού τοιχώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. spigelian, από το όν. τού Ολλανδού ανατόμου Α. van den Spieghel (Spigelius)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”